Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαβάς ο [xavás] Ο1 : μελωδία τραγουδιού συνήθ. στη ΦΡ αυτός / αυτή το χαβά του / της, για κπ. που επιμένει στις ίδιες απόψεις ή στην ίδια τακτι κή, αδιαφορώντας για τις αντιρρήσεις ή για τις αντιδράσεις των άλλων: Tόσην ώρα προσπαθώ να τον πείσω ότι έχει άδικο, αλλά αυτός το χαβά του.
[τουρκ. hava `αέρας, μελωδία΄ (από τα αραβ.) -ς]