Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαβάγια η [xavája] Ο25 : α.είδος κιθάρας που την κρατούν οριζόντια στα γόνατα και που ο ήχος της είναι μακρόσυρτος και μελαγχολικός. β. μελωδία που παίζεται με το παραπάνω όργανο.
[αγγλ. Hawaiian guitar < όν. νησιών του Ειρηνικού (από γλ. της Πολυνησίας) με τροπή του χειλ. ημιφ. [w] σε [v], ανάπτ. [j] για αποφ. της χασμ. και θηλ. κατά το κιθάρα]