Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαβάγια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαβάγια η [xavája] Ο25 : α.είδος κιθάρας που την κρατούν οριζόντια στα γόνατα και που ο ήχος της είναι μακρόσυρτος και μελαγχολικός. β. μελωδία που παίζεται με το παραπάνω όργανο.

[αγγλ. Hawaiian guitar < όν. νησιών του Ειρηνικού (από γλ. της Πολυνησίας) με τροπή του χειλ. ημιφ. [w] σε [v], ανάπτ. [j] για αποφ. της χασμ. και θηλ. κατά το κιθάρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες