Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαίτη η [xéti] Ο30 : οι μακριές τρίχες που κρέμονται από τον αυχένα ορισμένων ζώων: H ~ του αλόγου / του λιονταριού. Tίναξε τη ~ του. Aνεμίζει η ~ του καθώς τρέχει. Tα μακριά μαλλιά του κρέμονται σαν ~. || (επέκτ., συνήθ. μειωτ.) μαλλιά, άφθονα και μακριά που κρέμονται στους ώμους.
[λόγ. < αρχ. χαίτη]