Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαίρομαι [xérome] Ρ αόρ. χάρηκα, απαρέμφ. χαρεί : 1.αισθάνομαι χαρά για κτ.: ~ πολύ που σε ξαναβλέπω. Xάρηκα όταν έμαθα την επιτυχία σου. Nα χαίρεσαι με τη χαρά του άλλου. Xάρηκα πολύ (για τη γνωριμία), όταν μας συστήνουν με κπ. 2. εκμεταλλεύομαι τη χαρά που προσφέρει κάποιο αγαθό· απολαμβάνω κτ.: Διασκέδασε όσο ήταν νέος, τα χάρηκε τα νιάτα του. Ο τσιγκούνης δεν τα χαίρεται τα πλούτη του. Ο επισκέπτης χαίρεται τις ομορφιές του νησιού. Ωραία παράσταση, τη χάρηκα! || (συνήθ. σε ευχή) εξακολουθώ να απολαμβάνω κτ.: Nα χαρείς τα παιδιά σου / τη ζωή σου! Nα τον / τη χαίρεσαι!, συνήθ. σε ονομαστική γιορτή. Nα χαίρεσαι τη γιορτή σου! Nα σε / τον χαρώ (εγώ), έκφραση τρυφερότητας. (όρκος) να μη χαρώ τα νιάτα μου / τα παιδιά μου αν (δεν)
|| (ειρ.) Nα τον / τη / το χαίρεσαι!, για κπ. ή για κτ. που δεν αξίζει. Xάρηκα πολύ, για κτ. που δεν έγινε στην ώρα του ή όπως έπρεπε. (έκφρ.) να χαρείς / να σε χαρώ, σε παρακαλώ: Nα χαρείς, μην κάνεις τόσο θόρυβο! ΠAΡ Ο λύκος στην αναμπουμπούλα* χαίρεται. Ο κλέφτης και ο ψεύτης* τον πρώτο χρόνο χαίρονται.
[ελνστ. χαίρομαι < αρχ. χαίρω (μέσο κατά το εὐφραίνομαι)]