Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαίνω [xéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) χάσκω: Xαίνει μπροστά του ο γκρεμός.
[λόγ. < αρχ. χαίνω `ανοίγω πολύ το στόμα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαίνων -ουσα -ον [xénon] Ε12 : (λόγ.) που σχηματίζει ένα μεγάλο άνοιγ μα, που χάσκει: Xαίνουσα πληγή. Xαίνον βάραθρο.
[λόγ. μεε. < αρχ. χαίνω μτφρδ. γαλλ. béant]