Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαΐρι το [xaíri] Ο44 : (οικ.) όφελος, προκοπή: Δεν είδα ~ απ΄ αυτόν / αυτήν, δε μου πρόσφερε τίποτε καλό. (ειρ.) Tο είδα το ~ του!, την προκοπή του. (έκφρ.) (βλέπω) ~ και προκοπή*. (κατάρα) ~ να μη δεις!
[τουρκ. hayιr (από τα αραβ.) -ι]