Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χίμαιρα η [xímera] Ο27 : I.σκοπός, επιθυμία που δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί· ουτοπία: Tο σχέδιό του να αλλάξει τον κόσμο ήταν μια ~. Δεν είναι άνθρωπος προσγειωμένος· ζει με χίμαιρες / κυνηγάει χίμαιρες. II. Xίμαιρα, μυθολογικό τέρας με κεφάλι λιονταριού, σώμα κατσίκας και ουρά δράκοντα.
[λόγ.: II: αρχ. Χίμαιρα· I: σημδ. γαλλ. chimère < λατ. Chimaera < αρχ. Χίμαιρα]