Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χήνα η [xína] Ο25 : 1.γένος μεγαλόσωμων νηκτικών πτηνών με σταχτί ή άσπρο χρώμα και με μακρύ λαιμό: Άγρια / κατοικίδια ~. Bήμα της χήνας, τρόπος στρατιωτικού βηματισμού με τεντωμένα τα πόδια. 2. (μτφ.) άνθρωπος και κυρίως γυναίκα πολύ κουτή. 3. (λαϊκ.) το χιλιάρικο: Θα σου στοιχίσει πέντε χήνες.
χηνάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. χηνούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. χήνα < αρχ. χήν ὁ, ἡ, αιτ. χῆνα· χήν(α) -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χηνάρι το [xinári] Ο44 : μικρή χήνα· χηνάκι.
[μσν. χηνάρι < ελνστ. χηνάριον υποκορ. του αρχ. χήν ὁ, ἡ]