Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χέρσος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χέρσος -α -ο [xérsos] Ε4 : ακαλλιέργητος: ~ τόπος, χερσότοπος. Xέρσα γη. Έφυγε μετανάστης και έμειναν τα χωράφια του χέρσα.

[αρχ. χέρσος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες