Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάσμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάσμα το [xázma] Ο48 : 1.μεγάλο και βαθύ άνοιγμα στην επιφάνεια της γης· βάραθρο. || (επέκτ.) βαθύ άνοιγμα σε οποιαδήποτε επιφάνεια· κε νό: Οι σανίδες αφήνουν χάσματα. 2α. διακοπή σε μια αλληλουχία που δημιουργείται από ελλείψεις, παραλείψεις κτλ.· κενό: Ο συλλογισμός του έχει ένα λογικό ~. H κατάθεσή του είχε πολλά χάσματα. H μνήμη του παρουσιάζει χάσματα. || (νομ.) ~ νόμου, παράλειψη στη ρύθμιση ενός θέματος. β. πολύ μεγάλη διαφορά, ποιοτική ή ποσοτική, ή διαφορά αντιλήψεων: ~ χωρίζει το επίπεδο ζωής των αναπτυγμένων και των υπανάπτυκτων χωρών. Προσπάθεια για να γεφυρωθεί το ~ που χωρίζει τον κόσμο της Aνατολής από τον κόσμο της Δύσης. Yπάρχει αγεφύρωτο ~ ανάμεσα στους δύο. Tο ~ των γενεών, η αδυναμία να συνεννοηθεί η παλαιότερη γενιά με τη νεότερη.

[λόγ.: 1: αρχ. χάσμα· 2: σημδ. αγγλ. chasm (< λατ. chasma < αρχ. χάσμα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες