Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάσκω [xásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.κοιτάζω κτ. αφηρημένος ή έκπληκτος, με ανοιχτό το στόμα: Tι χάσκεις έτσι, πρώτη φορά βλέπεις τουρίστες; 2α. για κτ. που σχηματίζει βαθύ άνοιγμα, που χαίνει: Έχασκε μπροστά του ο γκρεμός / το βάραθρο / το στόμιο της σπηλιάς. || Xάσκει η πληγή / το τραύμα, είναι ανοιχτό και πολύ βαθύ. β. για κτ. του οποίου οι αρμογές έχουν ανοίξει: Οι σανίδες στο πάτωμα χάσκουν. Mπαίνει το κρύο και η βροχή από τα παράθυρα που χάσκουν.
[αρχ. χάσκω `ανοίγω πολύ το στόμα, χασμουριέμαι΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]