Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάσιμο το [xásimo] Ο50 : η ενέργεια του χάνω. 1. στέρηση ενός υλικού αγαθού· απώλεια1α: Tο ~ του δαχτυλιδιού / της περιουσίας. 2. αφαίρεση τμήματος ενός συνόλου ή παύση μιας λειτουργίας· απώλεια: Tο ~ του ποδιού / της φωνής μου. || Tο ~ του βάρους. 3. έλλειψη προσανατολισμού, μπέρδεμα: Tο ~ του δρόμου. 4. αποτυχία: Tο ~ της δίκης / του παιχνιδιού. 5. στέρηση ενός αγαθού που οφείλεται σε κακή εκμετάλλευσή του: Tο ~ χρόνου, απώλεια. Δεν έχω καιρό για ~. 6. για καθυστερημένη ενέργεια: Tο ~ του τρένου / της προθεσμίας.
[χασ- (χάνω) -ιμο]