Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάρτης ο [xártis] Ο10 λόγ. γεν. και χάρτου : I1.αποτύπωση σε μεγάλο συνήθ. φύλλο χαρτιού ολόκληρης της επιφάνειας της γης ή ενός τμήματός της σε σμίκρυνση, όπως φαίνεται όταν την κοιτάζουμε από ψηλά. || γεωγραφικός χάρτης: Παγκόσμιος ~. ~ της Ευρώπης / της Ελλάδας. Aνάγλυφος ~. Γεωφυσικός / γεωλογικός / τοπογραφικός ~. Πολιτικός ~, με τα σύνορα των κρατών, τις πόλεις κτλ. και με επέκταση, χάρτης που αναφέρεται στην κατανομή των πολιτικών κομμάτων μιας χώρας. Iστορικός ~, πολιτικός χάρτης μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Tα χέρια του / τα μούτρα του είναι σαν γεωγραφικός ~, έχουν βρόμικους λεκέδες. || (στρατ.): Aσκήσεις επί χάρτου και με επέκταση, κάθε θεωρητικός σχεδιασμός μιας ενέργειας. ΦΡ σβήνω κπ. από το χάρτη, τον καταστρέφω εντελώς, τον αφανίζω ή διακόπτω κάθε επαφή μαζί του, τον διαγράφω από συγγενή ή φίλο μου. 2. παρουσίαση επάνω σε γεωγραφικό χάρτη ορισμένων φαινομένων ή στοιχείων: Kλιματολογικός / υψομετρικός / οδικός / τουριστικός ~. Nαυτικός ~, με λεπτομέρειες για τη διαμόρφωση των ακτών, την ύπαρξη υφάλων κτλ. || Aστρονομικός ~, αποτύπωση σε χαρτί των ουράνιων σωμάτων. II. επίσημη διακήρυξη, επίσημο καταστατικό: Ο καταστατικός ~ μιας χώρας, το σύνταγμα. Ο καταστατικός ~ της Εκκλησίας της Ελλάδας. Ο ~ των Hνωμένων Εθνών. III. (λόγ.) χαρτί: Εμπόριο χάρτου. Επιστολικός* ~.
[λόγ. < αρχ. χάρτης `ρολό από πάπυρο (όπου έγραφαν)΄ σημδ. ιταλ. carta & αγγλ. chart (< λατ. charta < αρχ. χάρτης)]