Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάρμα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάρμα το [xárma] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : για κτ. πολύ ωραίο που μας ευχαριστεί πολύ να το κοιτάζουμε, που το απολαμβάνουμε: Aυτή η κοπέλα είναι ~. Σήμερα είναι μια μέρα ~. Tι παιδί ~ είναι αυτό! || (ως επίρρ.): Περάσαμε ~. ΦΡ ~ οφθαλμών, για κτ. που χαίρεσαι να το βλέπεις: Aυτό το τοπίο είναι ~ οφθαλμών.

[λόγ. < αρχ. χάρμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρμάνης ο [xarmánis] Ο11 : (λαϊκ.) αυτός που επιθυμεί πολύ κτ., κυρίως ναρκωτική ουσία, τσιγάρο κτλ. (που του λείπει): Είμαι ~ για τσιγάρο.

[τουρκ. harman `χαρμάνιασμα από έλλειψη ναρκωτικών΄ -ης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρμάνι το [xarmáni] Ο44 : I1α.μείγμα από διάφορες ποικιλίες ή ποιότητες καπνού για τσιγάρα: Tσιγάρα με βαρύ ~. || (επέκτ.): ~ από καφέδες / από τσάγια. β. μείγμα ασβέστη, τσιμέντου, άμμου και νερού για την παρασκευή κονιάματος ή σκυροκονιάματος. 2. (μτφ., οικ.) ανακάτωμα, συνονθύλευμα: ~ από θεωρίες. II. ΦΡ (λαϊκ.) είμαι ~ για κτ., επιθυμώ πολύ κτ., κυρίως για ναρκωτική ουσία, τσιγάρο κτλ.: Είμαι ~ για τσιγάρο.

[τουρκ. harman (στη σημ. I1α)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρμανιάζω [xarmanázo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) επιθυμώ κτ. πάρα πολύ, είμαι χαρμάνι για κτ. (που μου λείπει).

[χαρμάν(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρμάνιασμα το [xarmánazma] Ο49 : (λαϊκ.) το αποτέλεσμα του χαρμανιάζω.

[χαρμανιασ- (χαρμανιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες