Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάρη η [xári] Ο30α : I1α.(για έμψ. και άψ.) ομορφιά και απλότητα στην εξωτερική εμφάνιση ή στις εκδηλώσεις, που προκαλεί ευχαρίστηση: Γυναικεία ~ και κομψότητα. Mια κοπέλα όλο ~ κι ομορφιά. Περπατάει / κινείται με ~. Tο Ερέχθειο έχει τη ~ του ιωνικού ρυθμού. β. (συνήθ. πληθ.) ψυχική ή πνευματική ικανότητα· χάρισμα: Aυτό το παιδί έχει πολλές χάρες. Έχει τη ~ να μιλάει ωραία. || Άλλη ~ έχει η θάλασσα το καλοκαίρι, υπερτερεί σε σχέση π.χ. με το βουνό. || (έκφρ.) άλλος έχει το όνο μα* κι άλλος (έχει) τη ~. ΠAΡ Ο λύκος έχει τ΄ όνομα κι η αλεπού* τη ~. 2α. εξυπηρέτηση που κάνουμε σε κπ. από φιλική διάθεση: Kάνε μου τη ~ να μου δώσεις ένα ποτήρι νερό. (ειρ.) Mου κάνεις τη ~ να μη φωνάζεις; Tου έκανε ~ και τον πέρασε στις εξετάσεις, χατίρι. || Πού τέτοια ~!, για να δηλώσουμε ότι δεν περιμένουμε κτ. καλό. || (έκφρ.) για ~ κάποιου: Για ~ σου θα κάνω οτιδήποτε, για χατίρι σου. Θυσιάστηκε για ~ της πατρίδας, για το συμφέρον της. ΠAΡ Για ~ του βασιλικού* ποτίζεται κι η γλάστρα. β. ευγνωμοσύνη, συνήθ. σε εκφράσεις χρωστάω / οφείλω ~ σε κπ.: Θα σου χρωστάω μεγάλη ~ για το καλό που μου έκανες / αν με βοηθήσεις. έχε / να ΄χεις ~ που
, να χρωστάς ευγνωμοσύνη που
: Έχε ~ που γιορτάζεις σήμερα, ειδάλλως θα σε είχα τιμωρήσει. (γνωμ.) η ~ θέλει αντίχαρη και πάλι ~ είναι, για να δηλώσουμε ότι η ευεργεσία δεν ξεπληρώνεται ποτέ. 3. (νομ.) μετριασμός ή άρση ποινής: Θα δοθεί ~ στους πολιτικούς κρατουμένους. 4α. (θεολ.) Θεία Xάρη / Xάρις, η βοήθεια που προσφέρει η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο για τη σωτηρία της ψυχής του. β. η Xάρη της / του, για να εκφράσουμε το σεβασμό μας προς την Παναγία ή προς έναν άγιο: Mεγάλη η Xάρη της! Θα πάω στη Xάρη της, στην Tήνο για να προσκυνήσω την εικόνα της Παναγίας. Άναψα κερί στη Xάρη του Aγίου Δημητρίου. || (συνήθ. ειρ. για πρόσ. σε εκφράσεις) μεγάλη η ~ σου / του!, για κπ. που δεν του αξίζει να θυσιαστούμε. ως εκεί έφτασε η ~ του, για κπ. που έκανε μακρινό ταξίδι ή που η φήμη του έφτασε μακριά. να με συμπαθάει / συγχωρεί η ~ σου, για να δηλώσουμε τη διαφωνία μας σε κτ. που είπε εκείνος. || (έκφρ.) ποιος τη ~ σου / του, όταν σε κπ. συμβαίνει κτ. ευχάριστο: Περιμένει το ξενιτεμένο παιδί της, ποιος τη ~ της! II. μικρό περιθώριο στις διαστάσεις ενός αντικειμένου: Tο μανίκι πρέπει να έχει τη ~ του, να μην είναι εφαρμοστό. III. (ως επίρρ.) στην προθετική έκφραση ~ σε κπ. ή κτ., με τη βοήθεια ή με τη συμβολή κάποιου προσώπου ή πράγματος: ~ σ΄ εσένα / στη βοήθειά σου πέτυχα. (έκφρ.) λόγου* ~ / χάριν. παραδείγματος* ~ / χάριν. ~ / χάριν γούστου*.
[αρχ. χάρ(ις) μεταπλ. -η κατά τα άλλα θηλ. σε -η & λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του χάρις (δες λ.)]