Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάρβαλο το [xárvalo] Ο41 : (προφ., μειωτ.) ερείπιο. α. για κτ. που είναι ερειπωμένο· σαράβαλο: Tο σπίτι είναι ~. β. για άνθρωπο πολύ γερασμένο και εξαντλημένο: ~ κατάντησε ο γέρος.
[μσν. χάρβαλον ίσως < *χάραβλον (με μετάθ. του φων. από επίδρ. του [r] ) < *χάλαβρον (αντιμετάθ. των υγρών [l-r > r-l] ) < αρχ. *χαλαβρός (τ. παράλλ. του αρχ. χαλαρός)]