Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάρακας ο [xárakas] Ο5 : λεπτό επίμηκες όργανο, με τετραγωνική διατομή ή πεπλατυσμένο, από ξύλο, πλαστικό ή μέταλλο, που το χρησιμοποιούν για να τραβούν ευθείες γραμμές· ρίγα, κανόνας
21α: Kυλινδρικός / επίπεδος ~. ~ με υποδιαιρέσεις του μέτρου, υποδεκάμετρο. χαρακάκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. χάραξ, αιτ. -ακα `πάσσαλος΄ κατά τη σημ. του χαράζω]