Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάντρα η [xándra] Ο25 : 1.μικρό σφαιρικό ή πολυεδρικό κομμάτι από γυαλί, πλαστικό ή μέταλλο, που είναι τρυπημένο στη μέση για να μπορούν να το περάσουν σε νήμα ή να το ράψουν σε ύφασμα: Kολιέ / βραχιό λι από χρωματιστές χάντρες. Στόλισε το φόρεμα με γυαλιστερές χάντρες. Kρέμασε γαλάζια ~ για να μην τον βασκάνουν. Οι χάντρες του κομπολογιού. || Tα μάτια του ήταν (σαν) δύο μεγάλες γαλάζιες χάντρες. 2. ποικιλία από φρέσκο φασολάκι.
χαντρούλα η YΠΟKΟΡ. χαντρίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. χάντρα (ίσως από τα αραβ.)· χάντρ(α) -ούλα, -ίτσα]