Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάλκινος -η -ο [xálkinos] Ε5 : για κτ. που το έχουν κατασκευάσει από χαλκό: Xάλκινα όπλα / νομίσματα / σκεύη. || (ως ουσ.) τα χάλκινα, χάλκινα πνευστά μουσικά όργανα.
[λόγ. < ελνστ. χάλκινος]