Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάλασμα το [xálazma] Ο49 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλώ: Tο ~ του δοντιού, φθορά. Tο ~ του ρολογιού, βλάβη. Tο ~ του τυριού, αλλοίω ση. Tο ~ της περιουσίας, κατασπατάληση. 2. (συνήθ. πληθ.) ερειπωμένο κτίριο: Kρύφτηκε σε κάτι χαλάσματα. Ο πόλεμος άφησε νεκρούς και χαλάσματα.
[χαλασ- (χαλώ) -μα (πρβ. ελνστ. χάλασμα `χαλαρή κατάσταση΄)]