Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάζι το [xázi] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : παρακολούθηση ενός θεά ματος ή απασχόληση με κτ. για να περνάει η ώρα, χωρίς να υπάρχει σοβαρό ενδιαφέρον, κυρίως σε εκφράσεις για ~: Πηγαίνω καμιά φορά στο γήπεδο, έτσι για ~. κάνω ~: Tα κάνω ~ τα παιδάκια όταν παίζουν, με ευχαριστεί να τα βλέπω· ΣYN έκφρ. τα κάνω γούστο. έχει (το) ~ (του) να
, είναι ευχάριστο να
· ΣYN ΦΡ έχει γούστο να
και (ειρ.) έχει ~ να
, δε θα ήταν καθόλου ευχάριστο αν
: Θα έχει μεγάλο ~ να ξέχασα το κλειδί μου!
[τουρκ. haz `ευχαρίστηση, απόλαυση΄ -ι]