Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάδι το [xáδi] Ο44 : άγγιγμα και απαλή κίνηση της παλάμης επάνω σε κπ. για να εκδηλώσουμε συναισθήματα στοργής και αγάπης: Tο μητρικό / το τρυφερό ~. Ερωτικά χάδια. Tο αεράκι φύσηξε απαλό σαν ~. || (πληθ.) τρυφερή συμπεριφορά: Tο παιδί θέλει χάδια για να μεγαλώσει.
χαδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. χάδι < χάιδι με αποβ. του ημιφ. (δες στο χάιδι)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαδιάρης -α -ικο [xaδjáris] Ε9 : που του αρέσουν τα χάδια, οι εκδηλώσεις τρυφερού ενδιαφέροντος: Ο μικρούλης είναι πολύ ~. Οι γάτες είναι χαδιάρικα ζώα. || (ως ουσ.).
[χάδ(ι) -ιάρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαδιάρικος -η -ο [xaδjárikos] Ε5 : που ταιριάζει στο χαδιάρη, που προκαλεί την τρυφερότητα και τη συμπάθεια: Xαδιάρικη φωνή. Xαδιάρικες κινήσεις. || (ως ουσ.).
χαδιάρικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~. [χαδιάρ(ης) -ικος]