Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φώσφορο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φώσφορο το [fósforo] Ο41 & (χημ.) φωσφόρος ο [fosfóros] Ο18 & φώσφορος ο [fósforos] Ο20α : 1. αμέταλλο στοιχείο, στερεό και εύφλεκτο: Nα τρως πολλά ψάρια, γιατί έχουν ~. Ο φωσφόρος παρουσιάζεται σταθερά στους ζωικούς ιστούς και αποβάλλεται με τα ούρα. 2. κοινή ονομασία διάφορων ουσιών που φωσφορίζουν.

[λόγ. < αρχ. φωσφόρος `που δίνει φως΄ (ενν. ἀστήρ) σημδ. γαλλ. phosphore (στη νέα σημ.) < αρχ. φωσφόρος και με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ. και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωσφορούχος -α -ο [fosforúxos] Ε4 : που περιέχει φώσφορο: Φωσφορούχο υδρογόνο. Φωσφορούχες ενώσεις.

[λόγ. φωσφόρ(ος) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. phosphoré]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες