Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φώνημα το [fónima] Ο49 : (γλωσσ.) η στοιχειώδης φωνητική μονάδα μιας γλώσσας που έχει διακριτική λειτουργία: Kάθε λέξη αποτελείται από ένα ή περισσότερα φωνήματα και γράφεται με ένα ή περισσότερα γράμματα.
[λόγ. < γαλλ. phonème & γερμ. Ρhonem < λατ. phonema `φωνή, λόγια΄ < αρχ. φώνημα `ανθρώπινος ήχος, εκφώνηση΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωνηματική η [fonimatikí] Ο29 : (γλωσσ.) κλάδος της φωνολογίας που αναλύει και ταξινομεί τα φωνήματα και μελετάει τους συνδυασμούς τους· φωνημική.
[λόγ. < γαλλ. phonématique θηλ. του επιθ. phonématique = φωνηματικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωνηματικός -ή -ό [fonimatikós] Ε1 : (γλωσσ.) που αφορά το φώνημα ή τη φωνηματική· φωνημικός: Φωνηματική ανάλυση / έρευνα.
[λόγ. < γαλλ. phonématique < phonème = φωνηματ- (φώνημα) -ique = -ικός]