Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φύτεμα το [fítema] Ο49 : α. η ενέργεια του φυτεύω, η τοποθέτηση σπόρου ή ρίζας νεαρού φυτού μέσα στο έδαφος, σε χώμα: ~ καπνού / δέντρων / σιταριού / καλαμποκιού. Δεν είναι ακόμα καιρός για ~. β. η κάλυψη μιας έκτασης με φυτά: ~ της γης / του χωραφιού.
[αρχ. φύτευμα `κτ. φυτεμένο΄ με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m], κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]