Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φύσιγγα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φύσιγγα η [físiŋga] Ο28 : γυάλινη κλειστή κυλινδρική θήκη με λεπτή απόληξη, που περιέχει φαρμακευτικό υγρό για ένεση, για κατάποση ή για άλλη χρήση· αμπούλα.

[λόγ. < ελνστ. φῦσιγξ, αιτ. -ιγγα `κούφιο κοτσάνι σαν του σκόρδου΄ σημδ. λατ. fistula]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες