Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φύσημα το [físima] Ο49 : 1. η δημιουργία ρεύματος αέρα, η πνοή του ανέμου: Ένα ξαφνικό ~ μου σκόρπισε τα χαρτιά. 2. η εκτόξευση αέρα (προς κάποια κατεύθυνση) με το στόμα, με τα ρουθούνια ή με κάποια συσκευή: M΄ ένα δυνατό ~ έσβησε όλα τα κεριά της τούρτας. ΦΡ τρώω / παίρνω ~, διώχνομαι, απομακρύνομαι βίαια από κάπου (συνήθ. από εργασία, θέ ση κτλ.): Mε την αλλαγή της κυβέρνησης πήρε ~, απολύθηκε, μετατέθηκε δυσμενώς. δίνω (σε κπ. ή σε κτ.) ~, διώχνω, απομακρύνω: Tου ΄δωσε ~, γιατί της φερόταν απαίσια. Ήταν κάτι παλιά έπιπλα και τους έδωσα ~, τα πέταξα. 3. παθολογικός ή φυσιολογικός ήχος που ακούγεται στο θώρακα κατά την αναπνοή: Kαρδιακό / πνευμονικό ~.
[αρχ. φύσημα]