Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φύσει
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φύσει [físi] επίρρ. : για ιδιότητα που έχει κάποιος από τη φύση του, από το χαρακτήρα του, από φυσικού του. ANT θέσει: Είναι ~ ευγενικός / μειλίχιος / ντροπαλός άνθρωπος. (έκφρ.) είναι ~ αδύνατο, τελείως αδύνατο. || (στη γραμματική της αρχαίας ελληνικής): ~ μακρά / μακρόχρονη συλλαβή, που έχει μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο.

[λόγ. < αρχ. φύσει δοτ. του φύσις (δες φύση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες