Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φύρα η [fíra] Ο25 : 1. ελάττωση, απώλεια μέρους του όγκου, του βάρους ή της ποσότητας ορισμένων υλικών ή προϊόντων: Tο αλεύρι, όταν γίνεται ψωμί, έχει ~. Tα γλυκά το καλοκαίρι έχουν μεγάλη ~, γιατί χαλάνε εύκολα. Στους βιομηχανικά παραγόμενους χυμούς βάζουν και τις φλούδες των φρούτων, για να μειώσουν τη ~. 2. (μτφ.) μείωση, απώλεια πνευματικής ικανότητας, νοημοσύνης, αντίληψης ή κρίσης: Γέρασε και το μυαλό του έχει πια μεγάλη ~. 3. (μτφ., προφ.) πρόσωπο ή πρόσωπα χωρίς αξία, ικανότητες, αρετές: Όλοι οι καλοί ποδοσφαιριστές έφυγαν από την ομάδα κι έμεινε μόνο η ~. Ο καινούριος υπάλληλος είναι σκέτη ~.
[αρχ. φυρ(ῶ δες φυραίνω) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυραίνω [firéno] Ρ7.1α : 1. μειώνομαι σε όγκο ή σε βάρος (ή και στα δύο): Φυραίνει το σιτάρι μετά το άλεσμα. 2. συστέλλομαι, συρρικνώνομαι, μικραίνουν οι διαστάσεις μου: Φύρανε η πόρτα και μπαίνει κρύο. 3. (μτφ.) μειώνεται η πνευματική μου ικανότητα, η αντίληψη ή η κρίση: Γέρασε και φύρανε (το μυαλό του).
[αρχ. φυρ(ῶ) `ανακατεύω αλεύρι και νερό για ζύμωμα΄ (οπότε ελαττώνεται ο όγκος του) μεταπλ. -αίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φύραμα το [fírama] Ο49 : 1. αλεύρι ή άλλο υλικό ζυμωμένο με νερό· ζυμάρι, ζύμη. 2. είδος τροφής για πτηνά: Πωλούνται ζωοτροφές και φυράματα. 3. (μτφ.) το ποιόν, ο χαρακτήρας ενός προσώπου: Έμπλεξε με ανθρώπους του ίδιου φυράματος.
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. φύραμα `ζυμάρι΄· 3: σημδ. γαλλ. enzyme = ένζυμο]