Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φύλο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φύλο το [fílo] Ο39 : 1. το γένος (αρσενικό ή θηλυκό) ανθρώπων ή ζώων: Iσότητα / ισοτιμία των δύο φύλων. Kαταργούνται οι ανισότητες / οι διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα. Aλλαγή φύλου, μεταβολή του φύλου ενός ανθρώπου με ειδική εγχείρηση. (έκφρ.) ισχυρό ~, οι άντρες. ασθενές / ωραίο ~, οι γυναίκες. τρίτο ~, οι ομοφυλόφιλοι. 2. σύνολο ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά· φυλή, εθνότητα: Bαρβαρικά / γερμανικά / νομαδικά φύλα. 3. (βιολ.) η ιδιαίτερη διαμόρφωση που καθιστά τα οργανικά όντα (ζώα, φυτά) ικανά να πολλαπλασιάζονται.

[λόγ. < αρχ. φῦλον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυλογένεση η [filojénesi] Ο33 : (βιολ.) η γένεση και η ιστορική εξέλιξη των όντων (των ζωικών και φυτικών μορφών) σε σχέση με την ιστορία και την εξέλιξη της γης· (πρβ. οντογένεση).

[λόγ. < γαλλ. phylogénèse < αρχ. φῦλο(ν) + αρχ. γένε(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυλογενετικός -ή -ό [filojenetikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φυλογένε ση. φυλογενετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. phylogénétique < phylogénè(se) = φυλογένε(σις) -tique = -τικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυλογονία η [filoγοnía] Ο25 : (βιολ.) η φυλογένεση· (πρβ. οντογονία).

[λόγ. < γαλλ. phylogénie < αρχ. φῦλο(ν) + -génie = -γονίαγ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες