Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φύλακτρα τα [fílaktra] Ο40 : χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για τη φύλαξη (ιδ. αντικειμένων, εμπορευμάτων κτλ.).
[λόγ. φυλακ- (φυλάγω) -τρα (διαφ. το ελνστ. φύλακτρον `φόρος για συντήρηση αστυνομίας΄)]