Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φύλακας ο [fílakas] Ο5 : αυτός που έχει αναλάβει τη φύλαξη, την επιτήρηση, τη φρούρηση (προσώπων, πραγμάτων, χώρων κτλ.): Zητούνται φύλακες για εργοστάσιο. Οι ληστές εξουδετέρωσαν το φύλακα και διέρρηξαν το χρηματοκιβώτιο. ~ αρχαιολογικού χώρου. (έκφρ.) ~ άγγελος*. ΠAΡ ΦΡ έχουνε γνώση* οι φύλακες.
[λόγ. < αρχ. φύλαξ, αιτ. -ακα]