Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φύκι το [fíki] Ο44 (συχνά πληθ.) : κλάδος υδρόβιων φυτών (σπανιότ. του γλυκού νερού) με διάφορα χρώματα και με ποικίλα σχήματα (συνηθέστερο αυτό της ταινίας): H θάλασσα έβγαλε πολλά φύκια στην παραλία. Mερικές ποικιλίες φυκιών χρησιμοποιούνται ως τροφή. ΦΡ πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, παρουσιάζει, πλασάρει ως σημαντικό, πολύτιμο κτ. το ασήμαντο, το ευτελές.
[αρχ. φύκιον με αποφυγή της χασμ.]