Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φόρτωμα το [fórtoma] Ο49 : 1α. η ενέργεια του φορτώνω, η φόρτωση. ANT ξεφόρτωμα: H απεργία των λιμενεργατών καθυστέρησε το ~ του πλοίου. β. το αποτέλεσμα του φορτώνω, το φορτίο. || (ιδ.) το βάρος, το φορτίο που μπορεί να μεταφέρει ένα μεταφορικό ζώο ή μέσο: Ένα ~ ξύλα / σανό / πατάτες. ΦΡ γίνομαι σε κπ. ~, ενοχλώ, πιέζω, βαραίνω κπ., γίνομαι ενοχλητικός: Nα μη σας γίνομαι ~. 2. (μτφ.) η επιβάρυνση, το γέμισμα με μεγάλη, υπερβολική ποσότητα: Tο ~ της αφήγησης με περιττές λεπτομέρειες. 3. η φόρτιση: Tο ~ της μπαταρίας.
[μσν. φόρτωμα < φορτώ(νω) -μα]