Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φόρτσα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φόρτσα [fórtsa] επιφ. : ως παρότρυνση για να αυξήσει κάποιος (συνήθ. ομάδα) τη δύναμη, την απόδοσή του: ~ ομαδάρα!

[ιταλ. forza]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορτσάρισμα το [fortsárizma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φορτσάρω: Ο ΠAΟK με ένα ξαφνικό ~ βρέθηκε στην κορυφή της βαθμολογίας.

[φορτσαρισ- (φορτσάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορτσαριστός -ή -ό [fortsaristós] Ε1 : (προφ.) που διαθέτει ταχύτητα, ορμή, δύναμη: Έρχεται / φεύγει / περνάει / τρέχει ~. φορτσαριστά ΕΠIΡΡ: Πέρασε με το αυτοκίνητό του ~.

[φορτσαρισ- (φορτσάρω) -τός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορτσάρω [fortsáro] Ρ6α μππ. φορτσαρισμένος : (προφ.) αυξάνω την ένταση, τη δύναμη, την απόδοση, εντείνω την προσπάθεια: H ομάδα πρέπει να φορτσάρει, αν θέλει να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Mην τη φορτσάρεις τη μηχανή, γιατί είναι ασυντήρητη.

[ιταλ. forzar(e)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορτσάτος -η -ο [fortsátos] Ε3 : που κινείται με ορμή, με ταχύτητα, με φούρια: Ήρθε κι έφυγε ~.

[ιταλ. forzato ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες