Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φόρτιση η [fórtisi] Ο33 : 1α. ο εφοδιασμός, το γέμισμα με ηλεκτρικό φορτίο· φόρτωμα: ANT εκφόρτιση, αποφόρτιση1: H μπαταρία χρειάζεται ~. H ~ του συσσωρευτή. β. η ύπαρξη, η συγκέντρωση ηλεκτρικού φορτίου: Σωματίδιο με θετική / αρνητική ~. 2. (μτφ.) συγκέντρωση, συσσώρευση στοιχείων που επιδρούν και επηρεάζουν μια κατάσταση, μια διάθεση, ένα κλίμα κτλ.: Λέξεις / εκφράσεις με μεγάλη συναισθηματική ~. Ο ιστορικός δύσκολα μπορεί να αποφύγει την ιδεολογική ~ και να γράψει τελείως αντικειμενικά.
[λόγ. φορτι- (φορτίζω) -σις > -ση]