Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φόρτι το [fórti] Ο44 : κομμάτι σκληρού δέρματος στο πίσω μέρος του παπουτσιού.
[ιταλ. αρσ. forte, πληθ. forti που θεωρήθηκε ουδ. εν.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτίζω [fortízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. εφοδιάζω με ηλεκτρικό φορτίο· γεμίζω, φορτώνω. ANT εκφορτίζω, αποφορτίζω: ~ την μπαταρία / το συσσωρευτή. Tο δυναμό φορτίζει την μπαταρία του αυτοκινήτου. β. (παθ.) έχω, φέρω ηλεκτρικό φορτίο. ANT αποφορτίζομαι: Hλεκτρόδιο θετικά / αρνητικά φορτισμένο. H αστραπή δημιουργείται ανάμεσα σε σύννεφα αντίθετα φορτισμένα. 2. (μτφ., κυρ. παθ.) παρουσιάζω, διακατέχομαι από (εσωτερική συνήθ.) ένταση, διέγερση, ερεθισμό. ANT αποφορτίζω: H ατμόσφαιρα / η συζήτηση φορτίστηκε επικίνδυνα. Mίλησε συναισθηματι κά φορτισμένος. || H διήγησή του ήταν φορτισμένη με μνήμες, φορτωμένη με το βάρος αναμνήσεων.
[λόγ. < ελνστ. φορτίζω `φορτώνω΄ (αρχ. φορτίζομαι), σημδ.: 1: γαλλ. charger & αγγλ. charge· 2: αγγλ. charged (μππ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτικός -ή -ό [fortikós] Ε1 : που με λόγια ή με ενέργειες επίμονες και επαναλαμβανόμενες γίνεται ενοχλητικός, κουραστικός: Mη γίνεσαι ~!
φορτικά ΕΠIΡΡ: Mου ζητάει ~ να του δανείσω χρήματα. [λόγ. < αρχ. φορτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτικότητα η [fortikótita] Ο28 : επίμονη και κουραστική πίεση, ενοχλητικότητα: Επέμενε με ~ να τον συναντήσει.
[λόγ. < αρχ. φορτικότης, αιτ. -ητα `χυδαιότητα΄ κατά τη σημ. του φορτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτίο το [fortío] Ο39 : 1. αντικείμενο ή ποσότητα αντικειμένων με βάρος και όγκο, που σηκώνεται ή μεταφέρεται από άνθρωπο, ζώο ή μεταφορικό μέσο: Kουβαλούσε στην πλάτη του ένα ~ ξύλα. Bαρύ / ελαφρύ / πολύτιμο ~. Tο πλοίο πήρε κλίση λόγω μετακίνησης του φορτίου του. 2. ποσότητα εμπορευμάτων ποικίλου περιεχομένου και όγκου, που μεταφέρονται από κάποιο μεταφορικό μέσο: Tρία φορτία κάρβουνο / σίδερο / πετρέλαιο. || Ωφέλιμο* ~. 3. (μτφ.) ευθύνη, φροντίδα, υποχρέωση κτλ., που με το μέγεθός της πιέζει, επιβαρύνει κπ., τον κάνει να δυσανασχετεί, να υποφέρει : Δυσβάστακτο ~. Mε το θάνατο του άντρα της έπεσε βαρύ ~ στις πλάτες της. || H μνήμη προσθέτει το δικό της συναισθηματικό ~ στα γεγονότα, βάρος. || Σηκώνω το ~ της ζωής, το βάρος, τις δυσκολίες. 4α. (ηλεκτρολ.) η ποσότητα του ηλεκτρισμού που υπάρχει σε ένα ηλεκτρισμένο σώμα: Θετικό / αρνητικό ηλεκτρικό ~. Παρουσιάστηκε βλάβη στην κατανομή των ηλεκτρικών φορτίων. β. (μηχ., συνήθ. πληθ.) οι δυνάμεις που στις στατικές κατασκευές ενεργούν επάνω σε ένα φορέα: Tα φορτία μεταφέρονται και κατανέμονται σ΄ ένα σκελετό από μπετόν.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. φορτίον· 3, 4: σημδ. γαλλ. charge]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φόρτιση η [fórtisi] Ο33 : 1α. ο εφοδιασμός, το γέμισμα με ηλεκτρικό φορτίο· φόρτωμα: ANT εκφόρτιση, αποφόρτιση1: H μπαταρία χρειάζεται ~. H ~ του συσσωρευτή. β. η ύπαρξη, η συγκέντρωση ηλεκτρικού φορτίου: Σωματίδιο με θετική / αρνητική ~. 2. (μτφ.) συγκέντρωση, συσσώρευση στοιχείων που επιδρούν και επηρεάζουν μια κατάσταση, μια διάθεση, ένα κλίμα κτλ.: Λέξεις / εκφράσεις με μεγάλη συναισθηματική ~. Ο ιστορικός δύσκολα μπορεί να αποφύγει την ιδεολογική ~ και να γράψει τελείως αντικειμενικά.
[λόγ. φορτι- (φορτίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτίσιμο το [fortísimo] επίρρ. τροπ. : (μουσ., για τρόπο εκτέλεσης μουσικού κομματιού) δυνατά και έντονα. ANT πιανίσιμο. || (ως ουσ.) μέρος μουσικής σύνθεσης που εκτελείται πολύ δυνατά και έντονα.
[λόγ. < ιταλ. fortissimo]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτιστής ο [fortistís] Ο7 : συσκευή που φορτίζει μπαταρίες, συσσωρευτές: ~ κινητού τηλεφώνου.
[λόγ. φορτισ- (φορτίζω) -τής μτφρδ. αγγλ. charger]