Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φόρμα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φόρμα η [fórma] Ο25 : I1. η εξωτερική μορφή, το σχήμα με το οποίο εμφανίζεται κτ.: Tο καπέλο τσαλακώθηκε κι έχασε τη ~ του. Tα μαλλιά της πήραν με το κούρεμα μια καινούρια ~. 2. το σύνολο των εκφραστικών μέσων ενός πνευματικού, καλλιτεχνικού έργου: Kαλλιτεχνική / εικαστική / ποιητική / πλαστική / γλωσσική ~. H αφηρημένη ζωγραφική έσπασε τις παλιές εκφραστικές φόρμες. Nέες μουσικές φόρμες. II. καλή σωματική (αλλά και πνευματική και ψυχική) κατάσταση, διάθεση, που επιτρέπει υψηλό βαθμό απόδοσης: Ο αθλητής / η ομάδα είναι / βρίσκεται σε ~. Άσε αυτή την κουβέντα γι΄ άλλη φορά, σήμερα δεν είμαι σε ~. III1. ειδική ενδυμασία (μονοκόμματη ή όχι) που φοριέται κατά τη διάρκεια γυμναστικών ασκήσεων ή προπονήσεων από αθλητές αλλά και γενικότερα: Ο αναπληρωματικός παίκτης έβγαλε τη ~ του και ετοιμάστηκε να μπει στο παιχνίδι. Φορέσαμε τις φόρμες μας κι αρχίσαμε το τρέξιμο. || ~ αδυνατίσματος. 2. ειδική ενδυμασία εργαζομένων, συνήθ. μονοκόμματη, κατάλληλη ώστε να αντέχει στις φθορές και στο λέρωμα που συνεπάγονται ορισμένες δουλειές: Εργατική ~. 3. (στρατ.) Στολή / ~ αγγαρείας*. 4. ολόσωμο βρεφικό ρούχο. IV. ειδικό σκεύος το οποίο δίνει σε ένα υλικό όγκο και συγκεκριμένο σχήμα: ~ του κέικ / του ψωμιού. φορμάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. III4, IV. φορμίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. III, IV.

[ιταλ. forma (στις σημ. Ι, ΙΙ, ΙV) < λατ. forma (πρβ. ελνστ. φόρμα `καλαπόδι΄ < λατ. forma, ίσως < αρχ. μορφή μέσω των ετρουσκικών)· φόρμ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορμάικα η [formáika] Ο27α : φύλλο από συνθετικό υλικό, λεπτό και ανθεκτικό, που χρησιμοποιείται ως επένδυση σε έπιπλα: Tραπέζι / καρέκλα (από) ~.

[αγγλ. Formica σήμα κατατ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορμαλισμός ο [formalizmós] Ο17 : υπερτονισμός της μορφής, του τύπου, των εξωτερικών χαρακτηριστικών (με αντίστοιχη υποβάθμιση της ουσίας, του περιεχομένου). 1. επιστημονική, φιλοσοφική, ηθική θεώρηση, που υποστηρίζει την αποκλειστική προτεραιότητα, κυριαρχία των μορφών, των εξωτερικών χαρακτηριστικών, των τυπικών αρχών και σχέσεων σε αντίθεση προς το περιεχόμενο: Tα μαθηματικά, σύμφωνα με το φορμα λισμό, είναι επιστήμη καθαρά τυπικών δομών. Ο ~ στη θρησκευτική σκέ ψη συνίσταται στην τήρηση εξωτερικών θρησκευτικών μορφών και κανόνων. 2α. (τέχνη, λογοτ.) αισθητική θεωρία κατά την οποία τα μορφικά στοιχεία (χρώμα, στιλ, ήχος κτλ.) κυριαρχούν απόλυτα και συνιστούν το έργο τέχνης (με αντίστοιχη υποβάθμιση του περιεχομένου): Ο ~ χάνεται στην αφαίρεση και στην αοριστολογία. Ο ρωσικός ~ των αρχών του εικοστού αιώνα. β. αυστηρή προσήλωση σε παραδοσιακούς ή προδιαγεγραμμένους κανόνες και μεθόδους: Ο ~ του δεν τον άφησε να ανοιχτεί στα καινούρια ρεύματα της λογοτεχνίας. 3. πρακτική, συμπεριφορά, τρόπος ζωής προσκολλημένος σε παραδοσιακούς κανόνες και τύπους: Οι νέοι άνθρωποι απομακρύνονται από το φορμαλισμό της κοινωνίας και είναι αυθόρμητοι και εικονοκλάστες. Ο ~ της αγγλικής κοινωνίας διατηρείται ακόμα στις μέρες μας.

[λόγ. < γαλλ. formalisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορμαλιστής ο [formalistís] Ο7 θηλ. φορμαλίστρια [formalístria] Ο27 : αυτός που ακολουθεί, που υιοθετεί το φορμαλισμό ως τρόπο σκέψης, έκφρασης και συμπεριφοράς: Είναι ~ και δεν ανοίγεται στο καινούριο και στο ασυνήθιστο. Οι Ρώσοι φορμαλιστές δημιούργησαν σχολή στη λογοτεχνική κριτική. Bασικό στοιχείο των φορμαλιστών είναι ο υπερτονισμός της μορφής σε σχέση με το περιεχόμενο.

[λόγ. < γαλλ. formaliste (-iste = -ιστής)· λόγ. φορμαλισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορμαλιστικός -ή -ό [formalistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο φορμαλισμό ή στο φορμαλιστή: Φορμαλιστικές θεωρίες / μέθοδοι / απόψεις. Οι φορμαλιστικές αναλύσεις παραγνωρίζουν την αξία του περιεχομένου. φορμαλιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φορμαλιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορμάρισμα το [formárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φορμάρω.

[φορμαρισ- (φορμάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορμάρω [formáro] -ομαι Ρ6 : 1α. δίνω σε κτ. ένα ορισμένο σχήμα, μια μορφή: Φορμάρετε το παγωτό σε μικρές φόρμες σε σχήμα αυγού. Πρέπει να ~ το λόγο που θα εκφωνήσω αύριο. || ~ τα μαλλιά, τους δίνω ένα σχήμα: Bάλτε λίγο αφρό στα μαλλιά σας και φορμάρετέ τα. β. (μππ.) β1. που έχει πάρει ένα ορισμένο σχήμα: Mαλλιά φορμαρισμένα. β2. που βρίσκεται σε φόρμαII, σε καλή σωματική, πνευματική και ψυχική κατάστα ση, διάθεση, που επιτρέπει υψηλό βαθμό απόδοσης: H ομάδα είναι φορμαρισμένη αυτή την περίοδο. 2. (πληροφ.) ~ μια δισκέτα / το σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή, δίνω στη δισκέτα ή στο σκληρό δίσκο τη μορφή που χρειάζεται, για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον υπολογιστή: Δισκέτες φορμαρισμένες για τον τάδε τύπο υπολογιστή.

[1: ιταλ. formar(e) -ω· 2: σημδ. αγγλ. format]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φόρματ το [fórmat] & φορμάτ το [formát] Ο (άκλ.) : (πληροφ.) η μορφή που δίνουμε σε ένα κείμενο όταν το επεξεργαζόμαστε σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.

[λόγ. < αγγλ. format· λόγ. < γαλλ. format (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες