Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φόδρα η [fóδra] Ο25 : ειδικό, συνήθ. λεπτό ύφασμα, που χρησιμοποιείται για να καλύπτει και να ενισχύει τις εσωτερικές επιφάνειες ιδίως ρούχων: H ~ της φούστας / του παλτού / του σακακιού / της τσάντας / του καπέλου. Bάζω / περνώ ~ σε κτ.
[βεν. fodra]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φοδράρισμα το [foδrárizma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φοδράρω. 2. η εσωτερική επένδυση ιδίως των ρούχων.
[φοδραρισ- (φοδραρίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φοδράρω [foδráro] -ομαι & φοδρέρνω [foδrérno] -ομαι Ρ6 & φοδραρίζω [foδrarízo] -ομαι Ρ2.1 : καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια, ιδίως ρούχων, με φόδρα: ~ τη ζακέτα / τη φούστα / το σακάκι. Kαπέλο / πορτοφόλι φοδραρισμένο.
[βεν. fodrar -ω· φοδρ(άρω) μεταπλ. -έρνω· φοδράρ(ω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. φοδραρισ-]