Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φόβητρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φόβητρο το [fóvitro] Ο41 : οτιδήποτε προκαλεί ή χρησιμοποιείται για να προκαλέσει φόβο: Οι φυλακές και τα βασανιστήρια χρησιμοποιήθηκαν ως / αποτέλεσαν το ~ κατά των αντιπάλων του καθεστώτος.

[λόγ. < αρχ. φόβητρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες