Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωτοτυπώ [fototipó] -ούμαι Ρ10.9 : παράγω φωτοαντίγραφα από ένα πρωτότυπο: ~ ένα βιβλίο / μια σελίδα / ένα σχέδιο.
[λόγ. φωτοτυπ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]