Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωτοστέφανο το [fotostéfano] Ο41 & φωτοστέφανος ο [fotostéfanos] Ο20 : 1. φωτεινός κύκλος που περιβάλλει τα κεφάλια των αγίων σε εικόνες, σε αγιογραφίες. 2. (μτφ.) η αίγλη, η δόξα: Περιβλήθηκε το ~ του ήρωα / του μάρτυρα.
[λόγ. φωτο- 1 + στέφανος μτφρδ. γερμ. Strahlenkranz και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]