Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωτορεπόρτερ ο [fotorepórter] θηλ. φωτορεπόρτερ [fotorepórter] Ο (άκλ.) : επαγγελματίας φωτογράφος που φωτογραφίζει συνήθ. επίκαιρα γεγονότα κυρίως για εφημερίδα ή άλλο έντυπο.
[λόγ. < γερμ. Ρhoto reporter (Ρhoto- = φωτο- 2)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]