Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωτοηλεκτρικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωτοηλεκτρικός -ή -ό [fotoilektrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο ηλεκτρικό φως ή στο φωτοηλεκτρισμό: Φωτοηλεκτρικό φαινόμε νο.

[λόγ. < αγγλ. photoelectric < photo- = φωτο- 1 + electric = ηλεκτρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες