Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωτογραφικός -ή -ό [fotoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φωτογραφία, που είναι κατάλληλος για φωτογραφία: Φωτογραφική μηχανή. Φωτογραφικό χαρτί. Φωτογραφική αναπαράσταση / απεικόνιση ενός αντικειμένου. Φωτογραφικό αρχείο μιας εφημερίδας. || Φωτογραφική διάτα ξη (σ΄ ένα νόμο), που προσδιορίζει σε τέτοιο βαθμό τα προσόντα που απαιτούνται (συνήθ. για την κατάληψη μιας θέσης), ώστε να ταιριάζουν σε ένα κυρίως άτομο: Kατέλαβε τη θέση με ~ διάταξη που προστέθηκε στο νόμο εκ των υστέρων. || (ως ουσ.) η φωτογραφική, η τέχνη της φωτο γραφίας.
φωτογραφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. photographique < photo graph(ie) = φωτογραφ(ία) -ique = -ικός]