Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωτοαντίγραφο το [fotoandíγrafo] Ο42 : αντίγραφο κειμένου, σχεδίου, εικόνας κτλ. που παράγεται με ειδική φωτογραφική μέθοδο· φωτοτυπία, φωτοκόπια: Kάνω φωτοαντίγραφα, φωτοτυπώ. Επικυρωμένα φωτοαντίγραφα πιστοποιητικών.
[λόγ. φωτο- 2 + αντίγραφον μτφρδ. αγγλ. photocopy (photo- = φωτο- 2)]