Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωτισμός ο [fotizmós] Ο17 : 1. παροχή ή ύπαρξη φωτός: Έντονος / εκτυφλωτικός / πλούσιος / χαμηλός / ελλιπής / κακός ~. Ο ~ της αίθουσας είναι ανεπαρκής. Φυσικός / τεχνητός ~. 2. το σύνολο των συσκευών και των σωμάτων που παράγουν και εκπέμπουν φως σε συγκεκριμένο χώρο: Ο ~ της πόλης / της πλατείας / του σταδίου. || εγκαταστάσεις, τρόπος παροχής φωτός: Διευθυντής / υπεύθυνος φωτισμού (σε κινηματογραφικό, θεατρικό έργο κτλ.) || (φυσ.) η ποσότητα φωτός που δέχεται η μονάδα της επιφάνειας σε ένα δευτερόλεπτο. 3. (εκκλ.) η βάπτιση.
[λόγ. < ελνστ. φωτισμός `φώτισμα΄ & σημδ. γαλλ. éclairage]