Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωταγωγός ο [fotaγoγós] Ο17 : εσοχή σε όλο το ύψος ενός τοίχου ή κενός χώρος στο εσωτερικό μεγάλης συνήθ. οικοδομής, για να φωτίζονται τα εσωτερικά διαμερίσματα: H κουζίνα βλέπει στο φωταγωγό.
[λόγ. < ελνστ. φωταγωγός ἡ (ενν. θυρίς δες θυρίδα) `παράθυρο΄, μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ός]