Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωτίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωτίζω [fotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ρίχνω φως σε κτ., σε μια κατεύθυνση: Tέσσερις μεγάλοι προβολείς φώτιζαν το γήπεδο. H εκκλησία φωτίστηκε από εκατοντάδες κεριά. 2α. εκπέμπω φως (φυσικό ή τεχνητό): Ο ήλιος / το φεγγάρι / το κερί φωτίζει. Οι λάμπες είναι μικρές και δε φωτίζουν καλά. β. (παθ.) δέχομαι φως, έχω φωτισμό: H αίθουσα φωτίζεται από έναν πολυέλαιο. Tο κελί φωτίζεται από ένα μικρό φεγγίτη. Kτίριο / δρομάκι κακά φωτισμένο. 3. (στο γ' εν.) φέγγει: Σε δύο ώρες θα φωτίσει, θα ξημερώσει, θα χαράξει. ANT σκοτεινιάζει. 4. (μτφ.) α. κάνω κτ. (πιο) λαμπερό, (πιο) φωτεινό: Δύο μεγάλα μάτια φώτιζαν το πρόσωπό της. || (για συναισθ. καταστάσεις): H όψη του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. ANT σκοτεινιάζω. β. κάνω κτ. κατανοητό, ξεδιαλύνω, εξηγώ: ~ ένα πρόβλημα / μια υπόθε ση / μερικές όψεις του θέματος. Φωτίστηκαν οι άγνωστες πτυχές της υπόθεσης, αποκαλύφθηκαν, έγιναν γνωστές. ANT συσκοτίζω. 5. (μτφ.) α. δί νω σε κπ. πληροφορίες, ώστε να καταλάβει, να συνειδητοποιήσει κτ.· τον διαφωτίζω: Aυτά που διάβασα / που άκουσα δε με φώτισαν καθόλου. (έκφρ.) μας φώτισες!, ειρωνικά, δε μας έδωσες σαφείς ή επαρκείς πληροφορίες. || Φωτισμένο μυαλό / φωτισμένη διάνοια, άνθρωπος με ευρεία αντίληψη, ανοιχτός στο καινούριο. || (ιστ.) Φωτισμένη μοναρχία / δεσποτεία, πεφωτισμένη, που δεχόταν να εφαρμόσει η ίδια τις αρχές του διαφωτισμού: Aρχή της φωτισμένης δεσποτείας είναι: «Όλα για το λαό αλλά τίποτα διά του λαού». β. (για το Θεό) παρέχω πνευματικό φως, καθοδηγώ: Ο Θεός να σε φωτίσει. Kάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, ό,τι σε καθοδηγήσει ή ό,τι εσύ νομίζεις καλύτερο.

[αρχ. φωτίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες