Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωσφορισμός ο [fosforizmós] Ο17 : (φυσ., χημ.) ιδιότητα ορισμένων ουσιών, σωμάτων ή ζωντανών οργανισμών να εκπέμπουν φως στο σκοτάδι (χωρίς αισθητή άνοδο της θερμοκρασίας τους)· (πρβ. φθορισμός). || (βιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μερικοί μικροοργανισμοί εκπέμπουν φως στο σκοτάδι (π.χ. η πυγολαμπίδα).
[λόγ. φωσφορισ- (φωσφορίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. phosphorescence]